ἀμπελοκτήμων
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀμπελοκτήμων | οἱ | ἀμπελοκτήμονες | ||||
| γενική | τοῦ | ἀμπελοκτήμονος | τῶν | ἀμπελοκτημόνων | ||||
| δοτική | τῷ | ἀμπελοκτήμονι | τοῖς | ἀμπελοκτήμοσι(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν | ἀμπελοκτήμονα | τοὺς | ἀμπελοκτήμονας | ||||
| κλητική ὦ! | ἀμπελοκτῆμον | ἀμπελοκτήμονες | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' όπως «γείτων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀμπελοκτήμων < ἄμπελος + -κτήμων
Προφορά
- ΔΦΑ : /am.be.loˈkti.mon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἀ‐μπε‐λο‐κτή‐μων
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.