ἀλκυονίδες

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική αἱ ἀλκυονίδες
      γενική τῶν ἀλκυονίδων
      δοτική ταῖς ἀλκυονίσῐ(ν)
    αιτιατική τὰς ἀλκυονίδᾰς
     κλητική ! ἀλκυονίδες
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀλκυονίδες <  δείτε τον ενικό ἀλκυονίς

Ουσιαστικό

ἀλκυονίδες θηλυκό στον πληθυντικό

  • κάποιες χειμωνιάτικες ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων η θάλασσα είναι ήρεμη και έτσι η αλκυόνα μπορεί να κτίσει τη φωλιά της
    άλλες μορφές: ἁλκυόνειοι ἡμέραι, ἁλκυονίτιδες ἡμέραι

Συγγενικά

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ἀλκυονίδες θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.