ἀκαματοσύνη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἀκαματοσύνη < ἀκαμάτ(ης) + -οσύνη (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
ἀκαματοσύνη θηλυκό
- ακαματοσύνη, ακαμασιά, η τεμπελιά, η οκνηρία, η έλλειψη δραστηριότητας
- ≈ συνώνυμα: ἀκαμασιά / ἀκαμασία
Πηγές
- σελ. 11 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.