ακαματεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ακαματεύω < μεσαιωνική ελληνική ἀκαματεύω < ἀκαμάτης + -εύω
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.ka.maˈte.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐μα‐τεύ‐ω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ακαματεύω | ακαμάτευα | θα ακαματεύω | να ακαματεύω | ακαματεύοντας | |
| β' ενικ. | ακαματεύεις | ακαμάτευες | θα ακαματεύεις | να ακαματεύεις | ακαμάτευε | |
| γ' ενικ. | ακαματεύει | ακαμάτευε | θα ακαματεύει | να ακαματεύει | ||
| α' πληθ. | ακαματεύουμε | ακαματεύαμε | θα ακαματεύουμε | να ακαματεύουμε | ||
| β' πληθ. | ακαματεύετε | ακαματεύατε | θα ακαματεύετε | να ακαματεύετε | ακαματεύετε | |
| γ' πληθ. | ακαματεύουν(ε) | ακαμάτευαν ακαματεύαν(ε) |
θα ακαματεύουν(ε) | να ακαματεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ακαμάτεψα | θα ακαματέψω | να ακαματέψω | ακαματέψει | ||
| β' ενικ. | ακαμάτεψες | θα ακαματέψεις | να ακαματέψεις | ακαμάτεψε | ||
| γ' ενικ. | ακαμάτεψε | θα ακαματέψει | να ακαματέψει | |||
| α' πληθ. | ακαματέψαμε | θα ακαματέψουμε | να ακαματέψουμε | |||
| β' πληθ. | ακαματέψατε | θα ακαματέψετε | να ακαματέψετε | ακαματέψτε | ||
| γ' πληθ. | ακαμάτεψαν ακαματέψαν(ε) |
θα ακαματέψουν(ε) | να ακαματέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ακαματέψει | είχα ακαματέψει | θα έχω ακαματέψει | να έχω ακαματέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις ακαματέψει | είχες ακαματέψει | θα έχεις ακαματέψει | να έχεις ακαματέψει | ||
| γ' ενικ. | έχει ακαματέψει | είχε ακαματέψει | θα έχει ακαματέψει | να έχει ακαματέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ακαματέψει | είχαμε ακαματέψει | θα έχουμε ακαματέψει | να έχουμε ακαματέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε ακαματέψει | είχατε ακαματέψει | θα έχετε ακαματέψει | να έχετε ακαματέψει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ακαματέψει | είχαν ακαματέψει | θα έχουν ακαματέψει | να έχουν ακαματέψει |
| |
Μεταφράσεις
ακαματεύω
|
→ δείτε τη λέξη τεμπελιάζω |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.