ἀθεμιτουργία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀθεμιτουργί αἱ ἀθεμιτουργίαι
      γενική τῆς ἀθεμιτουργίᾱς τῶν ἀθεμιτουργιῶν
      δοτική τῇ ἀθεμιτουργί ταῖς ἀθεμιτουργίαις
    αιτιατική τὴν ἀθεμιτουργίᾱν τὰς ἀθεμιτουργίᾱς
     κλητική ! ἀθεμιτουργί ἀθεμιτουργίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀθεμιτουργί
γεν-δοτ τοῖν  ἀθεμιτουργίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀθεμιτουργία < ἀθεμιτουργ(ός) + -ία

Ουσιαστικό

ἀθεμιτουργία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.