ἀδόκητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀδόκητος | τὸ | ἀδόκητον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀδοκήτου | τοῦ | ἀδοκήτου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀδοκήτῳ | τῷ | ἀδοκήτῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀδόκητον | τὸ | ἀδόκητον | ||
| κλητική ὦ! | ἀδόκητε | ἀδόκητον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀδόκητοι | τὰ | ἀδόκητᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀδοκήτων | τῶν | ἀδοκήτων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀδοκήτοις | τοῖς | ἀδοκήτοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀδοκήτους | τὰ | ἀδόκητᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀδόκητοι | ἀδόκητᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδοκήτω | τὼ | ἀδοκήτω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδοκήτοιν | τοῖν | ἀδοκήτοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀδόκητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ἀδόκητος, -ος, -ον
- απροσδόκητος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 29.5
- καὶ ξυμφορὰ τῇ πόλει πάσῃ οὐδεμιᾶς ἥσσων μᾶλλον ἑτέρας ἀδόκητός τε ἐπέπεσεν αὕτη καὶ δεινή.
- Η συμφορά που έπεσε σ᾽ ολόκληρη την πολιτεία ήταν η μεγαλύτερη απ᾽ όλες, η πιο απροσδόκητη και η πιο τρομερή.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ ξυμφορὰ τῇ πόλει πάσῃ οὐδεμιᾶς ἥσσων μᾶλλον ἑτέρας ἀδόκητός τε ἐπέπεσεν αὕτη καὶ δεινή.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 249 (248-249)
- ἀλλ᾽ ἴτε, νεύσατε | τὰν ἀδόκητον χάριν,
- ελάτε τώρα, | πείτε ναι στη χάρη την ανέλπιστη,
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ ἴτε, νεύσατε | τὰν ἀδόκητον χάριν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 29.5
Εκφράσεις
- ἐκ τοῦ ἀδοκήτου
- ἀπὸ τοῦ ἀδοκήτου
- ἀδόκητον (ουδέτερο)
Συγγενικά
- ἀδοκεί
- ἀδοκεῖ
- ἀδόκητα (επίρρημα)
- ἀδοκήτως (επίρρημα)
- ἀδοκία
Πηγές
- ἀδόκητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδόκητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.