ἀδυνατέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλίση
- Δόκιμοι τύποι: ἠδυνάτουν (παρατατικός), ἀδυνατήσω (μέλλων), ἠδυνάτησα (αόριστος)
Συγγενικά
- ἀδύνατος (ο αδύναμος και όχι ο αδυνατισμένος της νεοελληνικής)
- ἀδυναμία
- ἀδυνασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.