ἀδελφιδός

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀδελφιδός οἱ ἀδελφιδοί
      γενική τοῦ ἀδελφιδοῦ τῶν ἀδελφιδῶν
      δοτική τῷ ἀδελφιδ τοῖς ἀδελφιδοῖς
    αιτιατική τὸν ἀδελφιδόν τοὺς ἀδελφιδούς
     κλητική ! ἀδελφιδέ ἀδελφιδοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδελφιδώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀδελφιδοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀδελφιδός < ἀδελφός

Ουσιαστικό

ἀδελφιδός αρσενικό

  Ἰδοὺ εἶ καλός, ὁ ἀδελφιδός μου, καί γε ὡραῖος· πρὸς κλίνη ἡμῶν σύσκιος (Άσμα Ασμάτων Α΄ 16 )

΄

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.