ἀγλαΐζομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγλαΐζομαι < ἀγλαΐζω + -ομαι

Ρήμα

ἀγλαΐζομαι (ενεργητική φωνή: ἀγλαΐζω)

  1. γίνομαι στιλπνός και λαμπρός
  2. λαμπρύνομαι
  3. στολίζομαι
  4. δοξάζομαι
  5. τιμώμαι
  6. λάμπω
  7. χαίρομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.