λαμπρύνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | λαμπρύνομαι | λαμπρυνόμουν(α) | θα λαμπρύνομαι | να λαμπρύνομαι | ||
| β' ενικ. | λαμπρύνεσαι | λαμπρυνόσουν(α) | θα λαμπρύνεσαι | να λαμπρύνεσαι | (λαμπρύνου) | |
| γ' ενικ. | λαμπρύνεται | λαμπρυνόταν(ε) | θα λαμπρύνεται | να λαμπρύνεται | ||
| α' πληθ. | λαμπρυνόμαστε | λαμπρυνόμαστε λαμπρυνόμασταν |
θα λαμπρυνόμαστε | να λαμπρυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | λαμπρύνεστε | λαμπρυνόσαστε λαμπρυνόσασταν |
θα λαμπρύνεστε | να λαμπρύνεστε | (λαμπρύνεστε) | |
| γ' πληθ. | λαμπρύνονται | λαμπρύνονταν λαμπρυνόντουσαν |
θα λαμπρύνονται | να λαμπρύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | λαμπρύνθηκα | θα λαμπρυνθώ | να λαμπρυνθώ | λαμπρυνθεί | ||
| β' ενικ. | λαμπρύνθηκες | θα λαμπρυνθείς | να λαμπρυνθείς | λαμπρύνσου | ||
| γ' ενικ. | λαμπρύνθηκε | θα λαμπρυνθεί | να λαμπρυνθεί | |||
| α' πληθ. | λαμπρυνθήκαμε | θα λαμπρυνθούμε | να λαμπρυνθούμε | |||
| β' πληθ. | λαμπρυνθήκατε | θα λαμπρυνθείτε | να λαμπρυνθείτε | λαμπρυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | λαμπρύνθηκαν λαμπρυνθήκαν(ε) |
θα λαμπρυνθούν(ε) | να λαμπρυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω λαμπρυνθεί | είχα λαμπρυνθεί | θα έχω λαμπρυνθεί | να έχω λαμπρυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις λαμπρυνθεί | είχες λαμπρυνθεί | θα έχεις λαμπρυνθεί | να έχεις λαμπρυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει λαμπρυνθεί | είχε λαμπρυνθεί | θα έχει λαμπρυνθεί | να έχει λαμπρυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε λαμπρυνθεί | είχαμε λαμπρυνθεί | θα έχουμε λαμπρυνθεί | να έχουμε λαμπρυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε λαμπρυνθεί | είχατε λαμπρυνθεί | θα έχετε λαμπρυνθεί | να έχετε λαμπρυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν λαμπρυνθεί | είχαν λαμπρυνθεί | θα έχουν λαμπρυνθεί | να έχουν λαμπρυνθεί | ||
Μεταφράσεις
λαμπρύνομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.