ἀγένειος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγένειος < στερητικό ἀ- + γένει(ον) + -ος

Επίθετο

ἀγένειος -ος, -ον

  1. χωρίς γένια· αγένειος
  2. (μεταφορικά) παιδαριώδης
  3. παιδί που ήταν κάτω από την ηλικία που επέτρεπε να λάβει μέρος σε αγώνες (ανάλογο με το «αμούστακο» παιδί, στη σημερινή γλώσσα)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.