آب

Αραβικά (ar)

Ουσιαστικό

آب (ar) (āb)



Οθωμανικά τουρκικά (ota)

Ετυμολογία

آب < (άμεσο δάνειο) περσική آب

Ουσιαστικό

آب (âb)

  1. το νερό
  2. ο χυμός
  3. η λάμψη
  4. η τιμή, η υπόληψη
  5. η επαναφορά του χάλυβα

Πηγές

  • Χλωρός, Ιωάννης (1899). Λεξικόν τουρκο-ελληνικόν, Τόμος Α. Κωνσταντινούπολη: Πατριαρχικό Τυπογραφείο.
  • σελ. 3 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).



Ούρντου (ur)

Ουσιαστικό

آب (ur) (āb)



Περσικά (fa)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɒːb/
 

Ουσιαστικό

آب (fa)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.