ύβατα

Τσακωνικά (tsd)

Ετυμολογία

ύβατα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὕδατα, πληθυντικός αριθμός του ὕδωρ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ύβατα ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.