ωκεάνια

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /o.ceˈa.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωκεάνια
τονικό παρώνυμο: Ωκεανία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ωκεάνια

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του ωκεάνιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ωκεάνιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.