psi

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

psi (pl) ουδέτερο

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: ψι

Επίθετο

psi (pl)

  1. που ανήκει, αφορά ή αναφέρεται σε σκύλο, σκυλίσιος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.