ψηφίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψηφίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψηφίζω

Ρήμα

ψηφίζομαι, πρτ.: ψηφιζόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηφιστώ, αόρ.: ψηφίστηκα, μτχ.π.π.: ψηφισμένος

  1. με ψηφίζουν

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ψηφίζομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψηφίζομαι

  1. ψηφίζω, ρίχνω την ψήφο μου
  2. (με αιτιατική) ψηφίζω κάποιον
  3. (με απαρέμφατο) αποφασίζω
  4. (με αιτιατική και δοτική) παραχωρώ με την ψήφο μου κάτι σε κάποιον
  5. (παθητική φωνή) αποφασίζεται για εμένα (κάτι) με ψηφοφορία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.