ψηλαφάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ψηλαφάω και συνηρημένο ψηλαφῶ
- προσπαθώ να κινηθώ όπως οι τυφλοί, προσπαθώ να βρω κάτι ψαχουλεύοντας με τα δάχτυλά μου
- ψηλαφῶν οὐκ ἐδυνάμην εὑρεῖν
- χαϊδεύω
- καὶ ἅπτεσθαι δὲ χρὴ ὧν ψηλαφωμένων ὁ ἵππος μάλιστα ἥδεται. : και πρέπει να αγγίζετε τα σημεία εκείνα που όταν χαϊδεύονται το άλογο ευχαριστιέται περισσότερο (Ξενοφών, Περί Ιππικής, 2.4)
- (ιατρική) εξετάζω κάποιο όργανο
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ψηλαφάω | ψηλαφῶμαι |
| Παρατατικός | ἐψηλάφων | |
| Μέλλοντας | ψηλαφηθήσομαι | |
| Αόριστος | ἐψηλάφησα | ἐψηλαφήθην |
| Παρακείμενος | ||
| Υπερσυντέλικος | ||
| Συντελ.Μέλλ. |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.