ἀφάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀφάω - ἀφῶ (συνηρημένο)
- μορφή με ψιλή, του ἁφάω με δασεία (στον ⌘Οππιανό (Αλιευτικά, 5.329) και στην ⌘Παλατινή Ανθολογία (AP, 11.366, Macedonicus Amphipolites, Macedonius Thessalonicensis I)
- → χρειάζεται παράθεμα
Πηγές
- DGE στο ἁφάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.