ψευτίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψευτίζω < ψεύτ(ης) + -ίζω

Ρήμα

ψευτίζω, αόρ.: ψεύτισα, μτχ.π.π.: ψευτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. φτιάχνω κάτι σαν να είναι ψεύτικο, κατώτερης ποιότητας
  2. ευτελίζω

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.