ψευτίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ψευτίζω, αόρ.: ψεύτισα, μτχ.π.π.: ψευτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψευτίζω | ψεύτιζα | θα ψευτίζω | να ψευτίζω | ψευτίζοντας | |
| β' ενικ. | ψευτίζεις | ψεύτιζες | θα ψευτίζεις | να ψευτίζεις | ψεύτιζε | |
| γ' ενικ. | ψευτίζει | ψεύτιζε | θα ψευτίζει | να ψευτίζει | ||
| α' πληθ. | ψευτίζουμε | ψευτίζαμε | θα ψευτίζουμε | να ψευτίζουμε | ||
| β' πληθ. | ψευτίζετε | ψευτίζατε | θα ψευτίζετε | να ψευτίζετε | ψευτίζετε | |
| γ' πληθ. | ψευτίζουν(ε) | ψεύτιζαν ψευτίζαν(ε) |
θα ψευτίζουν(ε) | να ψευτίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψεύτισα | θα ψευτίσω | να ψευτίσω | ψευτίσει | ||
| β' ενικ. | ψεύτισες | θα ψευτίσεις | να ψευτίσεις | ψεύτισε | ||
| γ' ενικ. | ψεύτισε | θα ψευτίσει | να ψευτίσει | |||
| α' πληθ. | ψευτίσαμε | θα ψευτίσουμε | να ψευτίσουμε | |||
| β' πληθ. | ψευτίσατε | θα ψευτίσετε | να ψευτίσετε | ψευτίστε | ||
| γ' πληθ. | ψεύτισαν ψευτίσαν(ε) |
θα ψευτίσουν(ε) | να ψευτίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψευτίσει | είχα ψευτίσει | θα έχω ψευτίσει | να έχω ψευτίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψευτίσει | είχες ψευτίσει | θα έχεις ψευτίσει | να έχεις ψευτίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψευτίσει | είχε ψευτίσει | θα έχει ψευτίσει | να έχει ψευτίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψευτίσει | είχαμε ψευτίσει | θα έχουμε ψευτίσει | να έχουμε ψευτίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψευτίσει | είχατε ψευτίσει | θα έχετε ψευτίσει | να έχετε ψευτίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψευτίσει | είχαν ψευτίσει | θα έχουν ψευτίσει | να έχουν ψευτίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψευτισμένος - είμαστε, είστε, είναι ψευτισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψευτισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψευτισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψευτισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψευτισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψευτισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψευτισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
ψευτίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.