ψευδορκώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψευδορκώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδορκῶ, συνηρημένος τύπος του ψευδορκέω
Ρήμα
ψευδορκώ, είς, εί..., πρτ.: ψευδορκούσα, αόρ.: ψευδόρκησα (χωρίς παθητική φωνή)
- παίρνω όρκο για ψευδή, αναληθή στοιχεία είτε ιδιωτικά είτε στο δικαστήριο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψευδορκώ | ψευδορκούσα | θα ψευδορκώ | να ψευδορκώ | ψευδορκώντας | |
| β' ενικ. | ψευδορκείς | ψευδορκούσες | θα ψευδορκείς | να ψευδορκείς | ||
| γ' ενικ. | ψευδορκεί | ψευδορκούσε | θα ψευδορκεί | να ψευδορκεί | ||
| α' πληθ. | ψευδορκούμε | ψευδορκούσαμε | θα ψευδορκούμε | να ψευδορκούμε | ||
| β' πληθ. | ψευδορκείτε | ψευδορκούσατε | θα ψευδορκείτε | να ψευδορκείτε | ψευδορκείτε | |
| γ' πληθ. | ψευδορκούν(ε) | ψευδορκούσαν(ε) | θα ψευδορκούν(ε) | να ψευδορκούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψευδόρκησα | θα ψευδορκήσω | να ψευδορκήσω | ψευδορκήσει | ||
| β' ενικ. | ψευδόρκησες | θα ψευδορκήσεις | να ψευδορκήσεις | ψευδόρκησε | ||
| γ' ενικ. | ψευδόρκησε | θα ψευδορκήσει | να ψευδορκήσει | |||
| α' πληθ. | ψευδορκήσαμε | θα ψευδορκήσουμε | να ψευδορκήσουμε | |||
| β' πληθ. | ψευδορκήσατε | θα ψευδορκήσετε | να ψευδορκήσετε | ψευδορκήστε | ||
| γ' πληθ. | ψευδόρκησαν ψευδορκήσαν(ε) |
θα ψευδορκήσουν(ε) | να ψευδορκήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψευδορκήσει | είχα ψευδορκήσει | θα έχω ψευδορκήσει | να έχω ψευδορκήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψευδορκήσει | είχες ψευδορκήσει | θα έχεις ψευδορκήσει | να έχεις ψευδορκήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψευδορκήσει | είχε ψευδορκήσει | θα έχει ψευδορκήσει | να έχει ψευδορκήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψευδορκήσει | είχαμε ψευδορκήσει | θα έχουμε ψευδορκήσει | να έχουμε ψευδορκήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψευδορκήσει | είχατε ψευδορκήσει | θα έχετε ψευδορκήσει | να έχετε ψευδορκήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψευδορκήσει | είχαν ψευδορκήσει | θα έχουν ψευδορκήσει | να έχουν ψευδορκήσει |
| |
Μεταφράσεις
ψευδορκώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.