ψευδορκώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψευδορκώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψευδορκῶ, συνηρημένος τύπος του ψευδορκέω

Ρήμα

ψευδορκώ, είς, εί..., πρτ.: ψευδορκούσα, αόρ.: ψευδόρκησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη όρκος & ψευδο-

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.