ψεκάδες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | ψεκάδες | ||
| γενική | των | ψεκάδων | ||
| αιτιατική | τις | ψεκάδες | ||
| κλητική | ψεκάδες | |||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψεκάδες < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ψεκάδες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- (μετεωρολογία) υετός αρκετά ομοιόμορφος, που αποτελείται αποκλειστικά από λεπτά σταγονίδια νερού, διαμέτρου μικρότερης από 0.5mm, που βρίσκονται πολύ κοντά το ένα στο άλλο. Ψεκάδες εμφανίζονται συνήθως από νέφη St. (δηλαδή στρώματα ή Stratus, St που είναι γκρίζα ομοιόμορφα νέφη)[1]
Αναφορές
- Ράνια Χατζηαλέκου (επιμ.), «Θεματική Ενότητα 7: Υετός και συμπυκνώσεις μικρής κλίμακας», aviamet.gr (Αεροπορική Μετεωρολογία)· αρχειοθέτηση: 2016-04-12.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.