ψέλλιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ψέλλιον | τὰ | ψέλλιᾰ |
| γενική | τοῦ | ψελλίου | τῶν | ψελλίων |
| δοτική | τῷ | ψελλίῳ | τοῖς | ψελλίοις |
| αιτιατική | τὸ | ψέλλιον | τὰ | ψέλλιᾰ |
| κλητική ὦ! | ψέλλιον | ψέλλιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψελλίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψελλίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψέλλιον < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.