ψάχνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ψάχνομαι, πρτ.: ψαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψαχτώ, αόρ.: ψάχτηκα, μτχ.π.π.: ψαγμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ψάχνω με επιπλέον σημασίες:
- (μεταφορικά, οικείο) αναζητώ το δρόμο μου στη ζωή
- (μεταφορικά, οικείο) είμαι σε φάση αναζήτησης, ιδιαίτερα ερωτικού συντρόφου
Μεταφράσεις
αναζητώ το δρόμο στη ζωή μου
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.