χρυσόπρασος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
χρυσόπρασος ουδέτερο
- το χρυσοπράσιο, πετράδι με λάμψη πρασινωπή σαν τού πράσου ή του άγουρου σταφυλιού
- ἕβδομος χρυσόλιθος, ὁ ὄγδοος βήρυλλος, ὁ ἔνατος τοπάζιον, ὁ δέκατος χρυσόπρασος, ὁ ἑνδέκατος ὑάκινθος, ὁ δωδέκατος ἀμέθυστος (Αποκάλυψη)
Συνώνυμα
- πιθανόν ὄμφαξ και χρυσόπτερον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.