χρυσοπλουμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /xɾi.so.pluˈmi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χρυ‐σο‐πλου‐μί‐ζω
Ρήμα
χρυσοπλουμίζω, αόρ.: χρυσοπλούμισα, παθ.φωνή: χρυσοπλουμίζομαι, π.αόρ.: χρυσοπλουμίστηκα, μτχ.π.π.: χρυσοπλουμισμένος
- διακοσμώ με χρυσά νήματα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρυσοπλουμίζω | χρυσοπλούμιζα | θα χρυσοπλουμίζω | να χρυσοπλουμίζω | χρυσοπλουμίζοντας | |
| β' ενικ. | χρυσοπλουμίζεις | χρυσοπλούμιζες | θα χρυσοπλουμίζεις | να χρυσοπλουμίζεις | χρυσοπλούμιζε | |
| γ' ενικ. | χρυσοπλουμίζει | χρυσοπλούμιζε | θα χρυσοπλουμίζει | να χρυσοπλουμίζει | ||
| α' πληθ. | χρυσοπλουμίζουμε | χρυσοπλουμίζαμε | θα χρυσοπλουμίζουμε | να χρυσοπλουμίζουμε | ||
| β' πληθ. | χρυσοπλουμίζετε | χρυσοπλουμίζατε | θα χρυσοπλουμίζετε | να χρυσοπλουμίζετε | χρυσοπλουμίζετε | |
| γ' πληθ. | χρυσοπλουμίζουν(ε) | χρυσοπλούμιζαν χρυσοπλουμίζαν(ε) |
θα χρυσοπλουμίζουν(ε) | να χρυσοπλουμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρυσοπλούμισα | θα χρυσοπλουμίσω | να χρυσοπλουμίσω | χρυσοπλουμίσει | ||
| β' ενικ. | χρυσοπλούμισες | θα χρυσοπλουμίσεις | να χρυσοπλουμίσεις | χρυσοπλούμισε | ||
| γ' ενικ. | χρυσοπλούμισε | θα χρυσοπλουμίσει | να χρυσοπλουμίσει | |||
| α' πληθ. | χρυσοπλουμίσαμε | θα χρυσοπλουμίσουμε | να χρυσοπλουμίσουμε | |||
| β' πληθ. | χρυσοπλουμίσατε | θα χρυσοπλουμίσετε | να χρυσοπλουμίσετε | χρυσοπλουμίστε | ||
| γ' πληθ. | χρυσοπλούμισαν χρυσοπλουμίσαν(ε) |
θα χρυσοπλουμίσουν(ε) | να χρυσοπλουμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω χρυσοπλουμίσει | είχα χρυσοπλουμίσει | θα έχω χρυσοπλουμίσει | να έχω χρυσοπλουμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις χρυσοπλουμίσει | είχες χρυσοπλουμίσει | θα έχεις χρυσοπλουμίσει | να έχεις χρυσοπλουμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει χρυσοπλουμίσει | είχε χρυσοπλουμίσει | θα έχει χρυσοπλουμίσει | να έχει χρυσοπλουμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρυσοπλουμίσει | είχαμε χρυσοπλουμίσει | θα έχουμε χρυσοπλουμίσει | να έχουμε χρυσοπλουμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε χρυσοπλουμίσει | είχατε χρυσοπλουμίσει | θα έχετε χρυσοπλουμίσει | να έχετε χρυσοπλουμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρυσοπλουμίσει | είχαν χρυσοπλουμίσει | θα έχουν χρυσοπλουμίσει | να έχουν χρυσοπλουμίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | χρυσοπλουμίζομαι | χρυσοπλουμιζόμουν(α) | θα χρυσοπλουμίζομαι | να χρυσοπλουμίζομαι | ||
| β' ενικ. | χρυσοπλουμίζεσαι | χρυσοπλουμιζόσουν(α) | θα χρυσοπλουμίζεσαι | να χρυσοπλουμίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | χρυσοπλουμίζεται | χρυσοπλουμιζόταν(ε) | θα χρυσοπλουμίζεται | να χρυσοπλουμίζεται | ||
| α' πληθ. | χρυσοπλουμιζόμαστε | χρυσοπλουμιζόμαστε χρυσοπλουμιζόμασταν |
θα χρυσοπλουμιζόμαστε | να χρυσοπλουμιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | χρυσοπλουμίζεστε | χρυσοπλουμιζόσαστε χρυσοπλουμιζόσασταν |
θα χρυσοπλουμίζεστε | να χρυσοπλουμίζεστε | (χρυσοπλουμίζεστε) | |
| γ' πληθ. | χρυσοπλουμίζονται | χρυσοπλουμίζονταν χρυσοπλουμιζόντουσαν |
θα χρυσοπλουμίζονται | να χρυσοπλουμίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | χρυσοπλουμίστηκα | θα χρυσοπλουμιστώ | να χρυσοπλουμιστώ | χρυσοπλουμιστεί | ||
| β' ενικ. | χρυσοπλουμίστηκες | θα χρυσοπλουμιστείς | να χρυσοπλουμιστείς | χρυσοπλουμίσου | ||
| γ' ενικ. | χρυσοπλουμίστηκε | θα χρυσοπλουμιστεί | να χρυσοπλουμιστεί | |||
| α' πληθ. | χρυσοπλουμιστήκαμε | θα χρυσοπλουμιστούμε | να χρυσοπλουμιστούμε | |||
| β' πληθ. | χρυσοπλουμιστήκατε | θα χρυσοπλουμιστείτε | να χρυσοπλουμιστείτε | χρυσοπλουμιστείτε | ||
| γ' πληθ. | χρυσοπλουμίστηκαν χρυσοπλουμιστήκαν(ε) |
θα χρυσοπλουμιστούν(ε) | να χρυσοπλουμιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω χρυσοπλουμιστεί | είχα χρυσοπλουμιστεί | θα έχω χρυσοπλουμιστεί | να έχω χρυσοπλουμιστεί | χρυσοπλουμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις χρυσοπλουμιστεί | είχες χρυσοπλουμιστεί | θα έχεις χρυσοπλουμιστεί | να έχεις χρυσοπλουμιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει χρυσοπλουμιστεί | είχε χρυσοπλουμιστεί | θα έχει χρυσοπλουμιστεί | να έχει χρυσοπλουμιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε χρυσοπλουμιστεί | είχαμε χρυσοπλουμιστεί | θα έχουμε χρυσοπλουμιστεί | να έχουμε χρυσοπλουμιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε χρυσοπλουμιστεί | είχατε χρυσοπλουμιστεί | θα έχετε χρυσοπλουμιστεί | να έχετε χρυσοπλουμιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν χρυσοπλουμιστεί | είχαν χρυσοπλουμιστεί | θα έχουν χρυσοπλουμιστεί | να έχουν χρυσοπλουμιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χρυσοπλουμισμένος - είμαστε, είστε, είναι χρυσοπλουμισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χρυσοπλουμισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χρυσοπλουμισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χρυσοπλουμισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χρυσοπλουμισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χρυσοπλουμισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χρυσοπλουμισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
χρυσοπλουμίζω
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.