χρυσοπλουμίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χρυσοπλουμίζω < χρυσο- + πλουμίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.so.pluˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυσοπλουμίζω

Ρήμα

χρυσοπλουμίζω, αόρ.: χρυσοπλούμισα, παθ.φωνή: χρυσοπλουμίζομαι, π.αόρ.: χρυσοπλουμίστηκα, μτχ.π.π.: χρυσοπλουμισμένος

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.