χορός του Ησαΐα
Νέα ελληνικά (el)
Σημειώσεις
Πολυλεκτικός όρος
χορός του Ησαΐα αρσενικό
- η τριπλή περιφορά των νεονύμφων, γύρω από ένα τραπέζι που υποκαθιστά την Αγία Τράπεζα, κατά τη γαμήλια τελετή της ορθόδοξης εκκλησίας
- και ενώ το ζευγάρι χορεύει το χορό του Ησαΐα, οι συγγενείς και οι φίλοι τους βομβαρδίζουν με ρύζι, ακόμη και με κουφέτα
- (κατ’ επέκταση) η τελετή του γάμου
- ήρθε και η ώρα για τον Αντωνάκη να χορέψει το χορό του Ησαΐα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.