χοροστάτις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χοροστάτις αἱ χοροστάτιδες
      γενική τῆς χοροστάτιδος τῶν χοροστατίδων
      δοτική τῇ χοροστάτιδ ταῖς χοροστάτισ(ν)
    αιτιατική τὴν χοροστάτιν τὰς χοροστάτιδᾰς
     κλητική ! χοροστάτι χοροστάτιδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χοροστάτιδε
γεν-δοτ τοῖν  χοροστατίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

χοροστάτις θηλυκό

Πηγές


Η αιτιατική και -ιδα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.