λυγρῶς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- λυγρῶς < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
λυγρῶς
- αθλίως, ελεεινά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 763 (στίχοι 762-763)
- Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τί μοι κεχολώσεαι, αἴ κεν Ἄρηα | λυγρῶς πεπληγυῖα μάχης ἐξαποδίωμαι;»
- Τάχα σ᾽ εμέ θα χολωθείς, πατέρ᾽, αν εγώ διώξω | μ᾽ ελεεινά κτυπήματα τον Άρη από την μάχην; »
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Ζεῦ πάτερ, ἦ ῥά τί μοι κεχολώσεαι, αἴ κεν Ἄρηα | λυγρῶς πεπληγυῖα μάχης ἐξαποδίωμαι;»
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 763 (στίχοι 762-763)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λυγρός
Πηγές
- λυγρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λυγρῶς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.