μυριάκις
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μυριάκις < μυριάς
Επίρρημα
μυριάκις (ποσοτικό)
- χιλιάδες φορές, αμέτρητες φορές
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- μυριάκις < μυριάς
Επίρρημα
μυριάκις (ποσοτικό)
- δέκα χιλιάδες φορές (κυριολεκτικά), χιλιάδες φορές, αμέτρητες φορές
- ὁ λίθος φύσει κάτω φερόμενος οὐκ ἂν ἐθισθείη ἄνω φέρεσθαι, οὐδ᾽ ἂν μυριάκις αὐτὸν ἐθίζῃ τις ἄνω ῥιπτῶν (Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια Β1, 3)
Μεταφράσεις
μυριάκις
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.