χειρόω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χειρόω < αβέβαιης ετυμ. ίσως χείρ ή χέρης


Ρήμα

χειρόω-χειρῶ (χειρόομαι-χειροῦμαι)
  1. υποτάσσω, ελέγχω, κατακτώ
    ... ὥστε εἰ μὴ καὶ ἁθρόοι... ἀμυνούμεθα αὐτούς, δίχα γε ὄντας ἡμᾶς ἀπόνως χειρώσονται'.: ώστε αν δεν αμυνθούμε ενωμένοι, διαιρεμένους θα μας κατακτήσουν εύκολα
  2. βάζω κάποιον στο χέρι, τον κάνω υποχείριο δίζως άσκηση βίας, τον ελέγχω με άλλους τρόπους
    χειρώσεται λόγοις, δι᾽ ἡδονῆς, διὰ τῆς κολακείας
  3. αιχμαλωτίζω
    κεχειρωμένας ἄγεσθαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.