χειρουργική μάσκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χειρουργική μάσκα | οι | χειρουργικές μάσκες |
| γενική | της | χειρουργικής μάσκας | των | χειρουργικών μασκών |
| αιτιατική | τη | χειρουργική μάσκα | τις | χειρουργικές μάσκες |
| κλητική | χειρουργική μάσκα | χειρουργικές μάσκες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μια χειρουργική μάσκα.
Ετυμολογία
- χειρουργική μάσκα < → δείτε τις λέξεις χειρουργικός και μάσκα
Πολυλεκτικός όρος
χειρουργική μάσκα θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.