χειράς
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χειράς < χείρ
Ουσιαστικό
- χειράς-άδος θηλυκό ( & χιράς κατά τον Ησυχ. ως προς την έννοια - κατά Σουΐδα ως προς την γραφή)
- ραγάδα, σχίσιμο, σκάσιμο στα χέρια αλλά ίσως και στα ταλαιπωρημένα πόδια
- σωρός από χώματα (χιράδες, Ησυχ.)
Συνώνυμα
- κατά τον Ησύχιο και φωῒς ή φᾠς(φωΐδες-φῷδες): κυρίως οι φουσκάλες, η φλύκταινες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.