χειμερία νάρκη
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
χειμερία νάρκη
< επίθετο
χειμέριος
και ουσιαστικό
νάρκη
Προφορά
ΔΦΑ
: /
çi.meˈɾi.a ˈnaɾ.ci
/
Πολυλεκτικός όρος
χειμερία νάρκη
θηλυκό
κατάσταση
στη οποία πέφτουν κάποια ζώα κατά την
χειμερινή
περίοδο
Μεταφράσεις
χειμερία νάρκη
αγγλικά
:
hibernation
(en)
αραβικά
:
بيات شتوي
(ar)
βουλγαρικά
:
хибернация
(bg)
γαλλικά
:
hibernation
(fr)
γερμανικά
:
Winterschlaf
(de)
εβραϊκά
:
תרדמה
(he)
εσπεράντο
:
vintra dormo
(eo)
ιαπωνικά
:
冬眠
(ja)
(
tōmen
) (とうみん)
πολωνικά
:
sen zimowy
(pl)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.