χαμαιγενής
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
χαμαιγενής
<
χαμαί
+
γίγνομαι
Επίθετο
χαμαιγενής
, ής, ές
γήινος
, που γεννήθηκε
χάμω
,
χαμηλά
, στο
χώμα
, για τους θνητούς ανθρώπους ή και για
μυρμήγκια
καὶ τίς ἀνθρώπων σε
χαμαιγενέων
πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;
(Πίνδαρος)
αὖ καὶ κατὰ γαῖαν ἀπείριτον ἀνθεμόεσσαν ἔργ᾽ ἐρατὰ φθείρουσι
χαμαιγενέων
ἀνθρώπων
(Ησίοδος)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.