χαιρόντων

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

χαιρόντων ή χαιρέτωσαν

Κλιτικός τύπος μετοχής

χαιρόντων

  1. γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του χαίρων
  2. γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (χαῖρον) του χαίρων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.