χέστηκα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçe.sti.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χέ‐στη‐κα
Ρηματικός τύπος
χέστηκα
- α' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος χέζομαι, παθητική φωνή του ρήματος χέζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.