χεστήκαμε

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /çeˈsti.ka.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χεστήκαμε

Επιφώνημα

χεστήκαμε!

  • ειρωνικό, για πρώτο πρόσωπο ενικού, παρωχημένος πληθυντικός μεγαλοπρέπειας, ή κυριολκτικά για πρώτο πρόσωπο πληθυντικού) δε με νοιάζει καθόλου
    Χεστήκαμε αν πήρε ή δεν πήρε βραβείο ο φίλος σου.
     συνώνυμα: χέστηκα, χέστηκ' η φοράδα στ' αλώνι  και δείτε τη λέξη χέζω

Ρηματικός τύπος

χεστήκαμε

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.