χάλκινα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | χάλκινα | ||
| γενική | των | χάλκινων | ||
| αιτιατική | τα | χάλκινα | ||
| κλητική | χάλκινα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

διάφορα χάλκινα (Μουσείο Μουσικών Οργάνων, Βρυξέλλες)
Ετυμολογία
- χάλκινα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χάλκινος στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
χάλκινα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
χάλκινα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
χάλκινα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του χάλκινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.