φύρδην

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φύρδην < αρχαία ελληνική φύρδην (επίρρημα)

Επίρρημα

φύρδην

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φύρδην < φύρω (ανακατεύω)

Επίρρημα

φύρδην και δωρικός τύπος φύρδαν

  • σε σύγχυση, ανάκατα, ετερόκλητα, αλλοπρόσαλλα, πανικόβλητα, όπως-όπως
  • καὶ ἐνταῦθα δὴ φύρδην ἐμάχοντο καὶ πεζοὶ καὶ ἱππεῖς, πεπτωκὼς δέ τις ὑπὸ τῷ Κύρου ἵππῳ... (: και μάχονταν όπως νάναι, και πεζοί και ιππείς, και όταν κάποιος έπεσε κάτω από το άλογο του Κύρου, τότε... Κύρου Παιδεία, Ξεν. 7.1.37)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.