φωτοσοπιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
φωτοσοπιάζω, αόρ.: φωτοσόπιασα, παθ.φωνή: φωτοσοπιάζομαι, π.αόρ.: φωτοσοπιάστηκα, μτχ.π.π.: φωτοσοπιασμένος
- (διαδικτυακή αργκό) επεξεργάζομαι εικόνα ή φωτογραφία στο Φωτοσόπ, δημιουργώ φωτοσοπιά
- ≈ συνώνυμα: φωτοσοπιάρω
Συγγενικά
- φωτοσοπιάρω
- φωτοσοπιά, φωτοσοπιάρισμα
- φωτοσοπιασμένος, φωτοσοπιαρισμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φωτοσοπιάζω | φωτοσόπιαζα | θα φωτοσοπιάζω | να φωτοσοπιάζω | φωτοσοπιάζοντας | |
| β' ενικ. | φωτοσοπιάζεις | φωτοσόπιαζες | θα φωτοσοπιάζεις | να φωτοσοπιάζεις | φωτοσόπιαζε | |
| γ' ενικ. | φωτοσοπιάζει | φωτοσόπιαζε | θα φωτοσοπιάζει | να φωτοσοπιάζει | ||
| α' πληθ. | φωτοσοπιάζουμε | φωτοσοπιάζαμε | θα φωτοσοπιάζουμε | να φωτοσοπιάζουμε | ||
| β' πληθ. | φωτοσοπιάζετε | φωτοσοπιάζατε | θα φωτοσοπιάζετε | να φωτοσοπιάζετε | φωτοσοπιάζετε | |
| γ' πληθ. | φωτοσοπιάζουν(ε) | φωτοσόπιαζαν φωτοσοπιάζαν(ε) |
θα φωτοσοπιάζουν(ε) | να φωτοσοπιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φωτοσόπιασα | θα φωτοσοπιάσω | να φωτοσοπιάσω | φωτοσοπιάσει | ||
| β' ενικ. | φωτοσόπιασες | θα φωτοσοπιάσεις | να φωτοσοπιάσεις | φωτοσόπιασε | ||
| γ' ενικ. | φωτοσόπιασε | θα φωτοσοπιάσει | να φωτοσοπιάσει | |||
| α' πληθ. | φωτοσοπιάσαμε | θα φωτοσοπιάσουμε | να φωτοσοπιάσουμε | |||
| β' πληθ. | φωτοσοπιάσατε | θα φωτοσοπιάσετε | να φωτοσοπιάσετε | φωτοσοπιάστε | ||
| γ' πληθ. | φωτοσόπιασαν φωτοσοπιάσαν(ε) |
θα φωτοσοπιάσουν(ε) | να φωτοσοπιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φωτοσοπιάσει | είχα φωτοσοπιάσει | θα έχω φωτοσοπιάσει | να έχω φωτοσοπιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φωτοσοπιάσει | είχες φωτοσοπιάσει | θα έχεις φωτοσοπιάσει | να έχεις φωτοσοπιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει φωτοσοπιάσει | είχε φωτοσοπιάσει | θα έχει φωτοσοπιάσει | να έχει φωτοσοπιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φωτοσοπιάσει | είχαμε φωτοσοπιάσει | θα έχουμε φωτοσοπιάσει | να έχουμε φωτοσοπιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φωτοσοπιάσει | είχατε φωτοσοπιάσει | θα έχετε φωτοσοπιάσει | να έχετε φωτοσοπιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν φωτοσοπιάσει | είχαν φωτοσοπιάσει | θα έχουν φωτοσοπιάσει | να έχουν φωτοσοπιάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φωτοσοπιάζομαι | φωτοσοπιαζόμουν(α) | θα φωτοσοπιάζομαι | να φωτοσοπιάζομαι | ||
| β' ενικ. | φωτοσοπιάζεσαι | φωτοσοπιαζόσουν(α) | θα φωτοσοπιάζεσαι | να φωτοσοπιάζεσαι | ||
| γ' ενικ. | φωτοσοπιάζεται | φωτοσοπιαζόταν(ε) | θα φωτοσοπιάζεται | να φωτοσοπιάζεται | ||
| α' πληθ. | φωτοσοπιαζόμαστε | φωτοσοπιαζόμαστε φωτοσοπιαζόμασταν |
θα φωτοσοπιαζόμαστε | να φωτοσοπιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | φωτοσοπιάζεστε | φωτοσοπιαζόσαστε φωτοσοπιαζόσασταν |
θα φωτοσοπιάζεστε | να φωτοσοπιάζεστε | (φωτοσοπιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | φωτοσοπιάζονται | φωτοσοπιάζονταν φωτοσοπιαζόντουσαν |
θα φωτοσοπιάζονται | να φωτοσοπιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φωτοσοπιάστηκα | θα φωτοσοπιαστώ | να φωτοσοπιαστώ | φωτοσοπιαστεί | ||
| β' ενικ. | φωτοσοπιάστηκες | θα φωτοσοπιαστείς | να φωτοσοπιαστείς | φωτοσοπιάσου | ||
| γ' ενικ. | φωτοσοπιάστηκε | θα φωτοσοπιαστεί | να φωτοσοπιαστεί | |||
| α' πληθ. | φωτοσοπιαστήκαμε | θα φωτοσοπιαστούμε | να φωτοσοπιαστούμε | |||
| β' πληθ. | φωτοσοπιαστήκατε | θα φωτοσοπιαστείτε | να φωτοσοπιαστείτε | φωτοσοπιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | φωτοσοπιάστηκαν φωτοσοπιαστήκαν(ε) |
θα φωτοσοπιαστούν(ε) | να φωτοσοπιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω φωτοσοπιαστεί | είχα φωτοσοπιαστεί | θα έχω φωτοσοπιαστεί | να έχω φωτοσοπιαστεί | φωτοσοπιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις φωτοσοπιαστεί | είχες φωτοσοπιαστεί | θα έχεις φωτοσοπιαστεί | να έχεις φωτοσοπιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει φωτοσοπιαστεί | είχε φωτοσοπιαστεί | θα έχει φωτοσοπιαστεί | να έχει φωτοσοπιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε φωτοσοπιαστεί | είχαμε φωτοσοπιαστεί | θα έχουμε φωτοσοπιαστεί | να έχουμε φωτοσοπιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε φωτοσοπιαστεί | είχατε φωτοσοπιαστεί | θα έχετε φωτοσοπιαστεί | να έχετε φωτοσοπιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν φωτοσοπιαστεί | είχαν φωτοσοπιαστεί | θα έχουν φωτοσοπιαστεί | να έχουν φωτοσοπιαστεί | ||
Μεταφράσεις
φωτοσοπιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.