φωλεά

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φωλεᾱ́ αἱ φωλεαί
      γενική τῆς φωλεᾶς τῶν φωλεῶν
      δοτική τῇ φωλε ταῖς φωλεαῖς
    αιτιατική τὴν φωλεᾱ́ν τὰς φωλεᾱ́ς
     κλητική ! φωλεᾱ́ φωλεαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φωλεᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  φωλεαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φωλεά < φωλεός (αρσενικό)

Ουσιαστικό

φωλεά θηλυκό

  • άλλη μορφή του φωλεός
    άλλες μορφές: φωλέα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.