φρενοδαλής

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

φρενοδαλής < φρήν + δηλεόμαι

Επίθετο

φρενοδαλής,-ής, ές

  • αυτός που πλήττει, βλάπτει το μυαλό, τη λογική, τις φρένες, που τρελαίνει, εξωφρενικός
      επί δε τό τεθυμένω τόδε μέλος, παρακοπά, παραφορά φρενοδαλής (Αισχύλος, Ευμενίδες, στ. 330)
    αυτό μας το τραγούδι, ταραγμός, κι αντράλα του ξωφρενική (Αισχύλου Ευμενίδες, μετάφραση Ι.Ν. Γρυπάρη, Εκδ. Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1911)

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.