παρακοπά
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- παρακοπά < → δείτε τη λέξη παρακοπή < παρακόπτω
Ουσιαστικό
παρακοπά (δωρικός τύπος του παρακοπή)
- τρέλλα, παραφροσύνη, παράνοια, ταραγμός
- ※ επί δε τό τεθυμένω τόδε μέλος, παρακοπά, παραφορὰ φρενοδαλής (Αισχύλος, Ευμενίδες, στ. 330)
- ※ αυτό μας το τραγούδι, ταραγμός, κι αντράλα του ξωφρενική (Αισχύλου Ευμενίδες, μετάφραση Ι.Ν. Γρυπάρη, Εκδ. Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1911)
Πηγές
- παρακοπή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρακοπή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.