φρέον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfɾe.on/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρέ‐ον
Ουσιαστικό
φρέον ουδέτερο άκλιτο
- οι φθοροχλωράνθρακες, ομάδα οργανικών χημικών ενώσεων
- ψυκτικά, προωθητικά αέρια για καταναλωτικά αερολύματα (αεροζόλ), διαλύτες
Κλίση
Στη γενική χρησιμοποιείται συχνά ο τύπος φρέου.
-
Freon στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- φρέον - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- freon - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- freon - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.