φουσκί
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φουσκί <
- φουσκίον < φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη < αρχαία ελληνική φύσκη[1]
- < φύσκιον, που σημαίνει «μικρό λουκάνικο»[2]
Μεταφράσεις
φουσκί
|
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- φουσκί - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.