φοράς
Νέα ελληνικά
(el)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
φοράς
θηλυκό
γενική
ενικού
του
φορά
Παρώνυμα
φόρας
Ρηματικός τύπος
φοράς
θηλυκό
β΄
πρόσωπο
ενικού
οριστικής
ενεργητικού
ενεστώτα
του
φοράω
εναλλακτικά
:
φορείς
Αρχαία ελληνικά
(grc)
→
ζητούμενο λήμμα
ἡ
φοράς
(η
φοράδα
)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.