φλήναφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- φλήναφος < φλέω
Ουσιαστικό
φλήναφος αρσενικό
- η φλυαρία, η ανόητη συζήτηση, το κουβεντολόι χωρίς σημασία, αλλά και το βλακώδες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.