φιλοπράγμων

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιλοπράγμων < αρχαία ελληνική φιλοπράγμων

Επίθετο

φιλοπράγμων, ων, ον-ονος και φιλοπράγμονας

  1. ο δραστήριος, που δεν έχει ησυχία, που θέλει διαρκώς να κάνει κάτι (συνήθως αλλά όχι και πάντα, χρήσιμο)
  2. που του αρέσει να ασχολείται με πολλά, ο πολυπράγμων, όχι απαραιτήτως ταυτόχρονα, ο πολυάσχολος (επειδή όμως αυτό του αρέσει και όχι επειδή επιβάλλεται από αντικειμενικές συνθήκες)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.