φανατικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
φανατικά
<
φανατικ(ός)
+
-ά
Επίρρημα
φανατικά
με
φανατισμό
, με
πάθος
, με μεγάλη
ένταση
, χωρίς να δέχεται άλλη άποψη
Μεταφράσεις
φανατικά
αγγλικά
:
fanatically
(en)
γαλλικά
:
fanatiquement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
φανατικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
φανατικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.