φαλαγγηδόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φαλαγγηδόν < αρχαία ελληνική φαλαγγηδόν < φάλαγξ

Επίρρημα

φαλαγγηδόν

  1. η παράταξη ή μετακίνηση κατά φάλαγγες είτε κυριολεκτικά (παλαιότερα στο στρατό) είτε με τη μεταφορική έννοια (όχι ιδιαίτερα εύχρηστο επίρρημα στη νεοελληνική)
    μην προχωράτε σαν μπουλούκι, καλυτερα φαλαγγηδόν
    τα ΙΧ κόλλησαν στην Εθνική και προχωρούσαν φαλαγγηδόν

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.