φαλαγγηδόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φαλαγγηδόν < αρχαία ελληνική φαλαγγηδόν < φάλαγξ
Επίρρημα
φαλαγγηδόν
- η παράταξη ή μετακίνηση κατά φάλαγγες είτε κυριολεκτικά (παλαιότερα στο στρατό) είτε με τη μεταφορική έννοια (όχι ιδιαίτερα εύχρηστο επίρρημα στη νεοελληνική)
- μην προχωράτε σαν μπουλούκι, καλυτερα φαλαγγηδόν
- τα ΙΧ κόλλησαν στην Εθνική και προχωρούσαν φαλαγγηδόν
Συγγενικά
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.